καθ' ημέραν βίος
οι άνθρωποι βιάζονται: έγνοιες, βιοτικές συνθήκες, όνειρα, συμβιβασμοί -
που καιρός να γνωρίσουν τη ζωή τους.
τάσος λειβαδίτης
νανούρισμα
με κατάνυξη
έλα να ανταλλάξουμε κορμί και μοναξιά
να σου δώσω απόγνωση, να μην είσαι ζώο
να μου δώσεις δύναμη, να μην είμαι ράκος
να σου δώσω συντριβή, να μην είσαι μούτρο
να μου δώσεις χόβολη, να μην ξεπαγιάσω.
κι ύστερα να πέσω με κατάνυξη στα πόδια σου
για να μάθεις πια να μην κλωτσάς.
ντίνος χριστιανόπουλος
το είδος της
οι άνθρωποι βιάζονται: έγνοιες, βιοτικές συνθήκες, όνειρα, συμβιβασμοί -
που καιρός να γνωρίσουν τη ζωή τους.
τάσος λειβαδίτης
νανούρισμα
έλα ύπνε που παίρνεις τα παιδιά και πάρε το
έλα γριά με τα φριχτά δόντια και πάρε το
έλα τζόν σίλβερ
έλα άσπλαχνε ιαβέρη
έλα φου μαν τσου, εμπενέζερ σκρούτζ, σερίφη του νόττιγκχαμ
λυσσασμένοι λύκοι, στρίγκλες, τέρατα
έλα γαμώτο και πάρτε το
και μην το αφήνετε μέχρι το πρωί.
μάριος μαρκίδηςμε κατάνυξη
έλα να ανταλλάξουμε κορμί και μοναξιά
να σου δώσω απόγνωση, να μην είσαι ζώο
να μου δώσεις δύναμη, να μην είμαι ράκος
να σου δώσω συντριβή, να μην είσαι μούτρο
να μου δώσεις χόβολη, να μην ξεπαγιάσω.
κι ύστερα να πέσω με κατάνυξη στα πόδια σου
για να μάθεις πια να μην κλωτσάς.
ντίνος χριστιανόπουλος
το είδος της
βρήκα τις ζεστές σπηλιές στο δάσος,
τις γέμισα με κατσαρολικά, κουζινομάχαιρα και ράφια
ντουλάπια και μεταξωτά, αμέτρητα αγαθά.
μαγείρευα για τα σκουλήκια και τα ξωτικά
γκρίνιαζα, έβαζα τα πάντα πάλι σε σειρά.
μια τέτοια γυναίκα την παρεξηγούν.
έχω υπάρξει ον του είδους της
θ' ακούσεις τη βροντή
θ' ακούσεις τη βροντή
και θα με θυμηθείς
και θα σκεφτείς
τις θύελλες θέλησε
το πλαίσιο του ουρανού
θα 'χει το χρώμα της σκληρής πορφύρας
κι η καρδιά σου έτσι όπως ήταν
θα ΄ναι τώρα στη φωτιά
τη μέρα εκείνη
όλα θα βγούν αληθινά
στη μόσχα όταν
για τελευταία φορά θα πάρω άδεια
να τρέξω με λαχτάρα στα ψηλά
αφήνοντας σε σένα τη σκιά μου
ποθώ το στόμα σου
ποθώ το στόμα σου, τη φωνή, τα μαλλιά σου,
σιωπηλή πεινασμένη ενεδρεύω στους δρόμους,
το ψωμί δεν με τρέφει, η αυγή με ταράζει,
αναζητώ τον υγρό ήχο των βημάτων σου όλη μέρα.
ορέγομαι το λαμπερό σου χαμόγελο,
τα χέρια σου το χρώμα του άγριου σιταριού,
ορέγομαι τα χλωμά πετράδια των χεριών σου,
θέλω να καταφάω το δέρμα σου σαν ολόκληρο αμύγδαλο.
θέλω να καταφάω την ηλιαχτίδα που τρεμοπαίζει την ομορφιά σου,
την μύτη, άρχοντα του αλαζονικού σου προσώπου,
θέλω να καταφάω την φευγαλέα σκιά απ' τα ματόκλαδά σου.
και περπατώ πεινασμένη οσφραινόμενη το λυκόφως,
ψάχνοντας για σένα, και τη ζεστή σου καρδιά,
όπως το πούμα στη χέρσα ερημιά.
χρονοδιάγραμμα
συχνά, θυμάμαι, οι μεγάλοι, όταν ήμουν παιδί
μιλούσαν για το μέλλον μου.
αυτό γινόταν συνήθως στο τραπέζι.
αλλά εγώ, ούτε τους πρόσεχα, ακούγοντας ένα
πουλί έξω στο δέντρο.
ίσως το μέλλον μου άργησε τόσο πολύ: ήταν
τόσο αναρίθμητα τα πουλιά και τα δέντρα.
τάσος λειβαδίτης
οικογενειακό
η μητέρα πλέκει
ο γιος πολεμά
το βρίσκει πολύ λογικό η μητέρα
κι ο πατέρας τι κάνει ο πατέρας;
κάνει επιχειρήσεις
η γυναίκα του πλέκει
ο γιος του πολεμά
αυτός επιχειρήσεις
το βρίσκει πολύ φυσικό ο πατέρας
και ο γιος και ο γιος
τι βρίσκει ο γιος;
δεν βρίσκει τίποτα απολύτως τίποτα ο γιος
ο γιος η μητέρα του πλέκει ο πατέρας του επιχειρήσεις αυτός πόλεμο
όταν θα έχει τελειώσει ο πόλεμος
θα κάνει επιχειρήσεις με τον πατέρα του
ο πόλεμος συνεχίζεται η μητέρα συνεχίζει πλέκει
ο πατέρας συνεχίζει κάνει επιχειρήσεις
ο γιος σκοτώθηκε δεν συνεχίζει πια
ο πατέρας και η μητέρα πηγαίνουν στο νεκροταφείο
το βρίσκουν πολύ φυσικό ο πατέρας και η μητέρα
η ζωή συνεχίζεται η ζωή με το πλεκτό τον πόλεμο τις επιχειρήσεις
οι επιχειρήσεις ο πόλεμος το πλεκτό ο πόλεμος
οι επιχειρήσεις οι επιχειρήσεις και οι επιχειρήσεις
η ζωή με το νεκροταφείο
l' incibieuse nuit
απόψε η πλανερή νυχτιά με μέθυσε πολύ ώρα!
στο παραμύθι σκεφτικός,
ω, γλυκύτατη αυγή, αγρυπνώ να σε προσμένω τώρα,
μην αργήσεις να φανείς, ω φως!
η φλόγα και η στάχτη των ματιών σου
η φλόγα και η στάχτη των ματιών σου
η φυγή της λύπης σου
έλα εδώ να σου τις πω πριν πέσουν
πριν γίνουν λίμνη και ιτιές
έλα εδώ
τα δέντρα φίλησαν τα δέντρα
το άρωμα ανέβηκε της γης
το φεγγάρι κόπηκε
κι έγινε χυμός
Εγνώρισα κάποια φορά σ' ένα καράβι ξένο
έναν πολύ παράξενο εγγλέζο θερμαστή,
όπου δε μίλαγε ποτέ κι' ούτε ποτέ είχε φίλους
και μόνο πάντα εκάπνιζε μια πίπα σκαλιστή.
'Ολοι έλεγαν μια θλιβερή πως είχε ιστορία
κι όσοι είχανε στο στόκολο με δαύτον εργαστεί
έλεγαν ότι κάποτες, απ' το λαιμό ως τα νύχια,
είχε σε κάποιο μακρινό τόπο στιγματιστεί.
Είχε στα μπράτσα του σταυρούς, σπαθιά ζωγραφισμένα,
μια μπαλαρίνα στην κοιλιά, που εχόρευε γυμνή
κι απά στο μέρος της καρδιάς στιγματισμένην είχε
με στίγματα ανεξάλειπτα μιαν άγρια καλλονή...
Κι έλεγαν ότι τη γυναίκα αυτήν είχε αγαπήσει
μ' άγριαν αγάπη, ακράτητη, βαθιά κι αληθινή
κι αυτή πως τον απάτησε με κάποιο ναύτη αράπη
γιατί ήτανε μια αναίσθητη γυναίκα και κοινή.
Τότε προσπάθησεν αυτός να διώξει από το νου του
την εξωτική που αγάπησε, τόσο βαθιά, ομορφιά
κι από κοντά του εξάλειψεν ό,τι δικό της είχε,
έμεινεν όμως στης καρδιάς τη θέση η ζωγραφιά.
Πολλές φορές στα σκοτεινά τον είδανε τα βράδια
με βότανα το στήθος του να τρίβει, οι θερμαστές...
Του κάκου γνώριζεν αυτός - καθώς το ξέρουμε όλοι -
ότι του Αννάμ τα στίγματα δε βγαίνουνε ποτές ....
Κάποια βραδιά ως περνούσαμε από το bay of bisky,
μ' ένα μικρό τον βρήκανε στα στήθια του σπαθί.
ο πλοίαρχος είπε "θέλησε το στίγμα του να σβήσει"
και διάταξε στη θάλασσα την κρύα να κηδευτεί.
μαραμπού
κεριά
Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ' εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα-
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβημένων
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμα,
κρύα κεριά, λυωμένα , και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ' αναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν.
1899
guevara
'Ητανε ντάλα μεσημέρι κι έδειξε μεσάνυχτα,
'Ελεγε η μάνα του παιδιού "καμάρι μου, κοιμήσου"
'Ομως τα μάτια μείνανε του καθενός ορθάνοιχτα
Τότε που η ώρα ζύγιαζε με ατσάλι το κορμί σου.
Λεφούσι ο άσπρος μέρμηγκας, σύννεφο η μαύρη ακρίδα.
'Ομοια με με τις μανιάτισσες μοιρολογούν οι σχόλες.
Λάκισε ο φίλος, ο αδερφός. Που μ' είδες και που σ' είδα;
Φυλάει το αλώνι ο σφακιανός κι ο αρίδα την κορίδα.
Ποιός τόλεγε, ποιός τόλπιζε και ποιός να το βαστάξει.
Αλάργα φεύγουν τα πουλιά και χάσαν τη λαλιά τους.
Θερίζουν του προσώπου σου το εβένινο μετάξι
Νεράιδες και το υφαίνουνε να δέσουν τα μαλλιά τους.
Πάνθηρας ακουρμάζεται, θωράει και κοντοστέκει.
Γλείφει το ρόδα απ' τις πληγές, μεθάει και δυναμώνει.
Ξέρασε η γη τα σπλάχνα της και πήδησαν δαιμόνοι.
Σφυρί βαρεί με δύναμη, μένει βουβό το αμόνι.
Πυγολαμπίδες παίζουνε στα μάτια τ' ανοιχτά.
Στ' όμορφο στόμα σου κοιμήθηκε ένας γρύλος.
Πέφτει απ' τα χείλη σου, που ακόμα είναι ζεστά,
ένα σβησμένο cigarillos.
Τ' όνειρο πάει με τον καπνό στον ουρανό,
'Εσμιξε πια με το καράβι του συννέφου.
Το φως γεννιέται από παντού μα είναι αχαμνό
Και τα σκοτάδια το ξεγνέθουν και σου γνέφουν.
Χοσέ μαρτί, (κόνδορας πάει και χαμηλώνει,
Περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμάται.
Με τα φτερά του θα σκοτείνιαζ' ένα αλώνι.)
Απόψε οι δυο συντροφιαστοί θα πιείτε μάτε.
Φτάνει ο μπολίβαρ καβαλώντας το σαιτάρι.
Παραμονεύει ορθή κουλέμπρα γκαστρωμένη.
Βότανα τρίβει η περουβάνα σε μουρτάρι.
Και μασουλάει φαρμακωμένο μανιτάρι.
Του λόρκα η κόκκινη φοράδα χλιμιντράει,
Μα αυτός δεμένος στα μετάξινα δεσμά του.
Μακρύ κιβούρι με τον πέτρινο κασμά του
Σενιάρει ο φίλος και στο μπόι σου το μετράει.
Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα
Βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια.
'Εχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα.
Κι' ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια.
1972 νίκος καββαδίας
Απρίλιος
Οι μέρες τρελαίνουν τα πουλιά, οι νύχτες αναποδογυρίζουν τα
κορίτσια
ώσπου ανεβαίνει η σελήνη κατακόκκινη σαν την ανάμνηση μιας
ηλικίας που δε θα ξανάρθει.
τάσος λειβαδίτης
α, φίλοι μου, ζούμε σ' ένα όνειρο που δεν θα επαληθευτεί παρά μονάχα μέσα σ' ένα άλλο όνειρο,
όμως τη νύχτα τ' άστρα έχουν πάντα κάτι συνταρακτικό να μας πούν,
κι ο δολοφόνος σηκώνει συνήθως το χέρι του
όπως μια γυναίκα το μαραμένο μαστό της.
οι σάλπιγγες της αποκαλύψεως
τάσος λειβαδίτης
της εξοχής
Τα πιο ωραία που ζήσαμε τώρα μας παιδεύουν με τις αναμνήσεις
και προσπαθούμε να τα ξεχάσουμε
οι κάμαρες γέμισαν άχρηστα έπιπλα, δαντέλες από άλλους καιρούς,
επιστολές που δεν στάλθηκαν
το βράδυ η σελήνη με παίρνει απ' το χέρι και γυρίζουμε στο παλιό
οικοτροφείο,
από κάποιο παράθυρο ακούγονται οι βαριές λέξεις ενός ζευγαριού
που είχε κάποτε αγαπηθεί με πάθος.
'Ολα τελειώνουν και μόνο το φθινόπωρο παραμένει αιώνια νέο σαν
τα πιο λυπημένα ποιήματα.
Είμαι μόνος. Η εξοχή ευωδιάζει. Ακούγεται το τραίνο που έρχεται
κι ακουμπάω το κεφάλι μου στις ράγες.
Κάποτε θα ξανασυναντηθούμε.
τάσος λειβαδίτης
της εξοχής
Τα πιο ωραία που ζήσαμε τώρα μας παιδεύουν με τις αναμνήσεις
και προσπαθούμε να τα ξεχάσουμε
οι κάμαρες γέμισαν άχρηστα έπιπλα, δαντέλες από άλλους καιρούς,
επιστολές που δεν στάλθηκαν
το βράδυ η σελήνη με παίρνει απ' το χέρι και γυρίζουμε στο παλιό
οικοτροφείο,
από κάποιο παράθυρο ακούγονται οι βαριές λέξεις ενός ζευγαριού
που είχε κάποτε αγαπηθεί με πάθος.
'Ολα τελειώνουν και μόνο το φθινόπωρο παραμένει αιώνια νέο σαν
τα πιο λυπημένα ποιήματα.
Είμαι μόνος. Η εξοχή ευωδιάζει. Ακούγεται το τραίνο που έρχεται
κι ακουμπάω το κεφάλι μου στις ράγες.
Κάποτε θα ξανασυναντηθούμε.
τάσος λειβαδίτης